- μυσαχνός
- μυσαχνός, -ή, -όν (Α)1. μυσαρός, βδελυρός, διεφθαρμένος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ μυσαχνήη πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μυσαχ- τού μυσάττομαι* «αποστρέφομαι, σιχαίνομαι» (πρβλ. παθ. αόρ. ἐ-μυσάχ-θην) + κατάλ. -νός (πρβλ. φρικ-νός)].
Dictionary of Greek. 2013.